προετοιμάζομαι

προετοιμάζομαι
προετοιμάζομαι, προετοιμάστηκα, προετοιμασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • ανακομπώνω — ἀνακομπώνω (Μ) 1. τραβώ προς τα επάνω, ανασηκώνω τα μανίκια ή το άκρο τού φορέματος μου 2. μέσ. προετοιμάζομαι, κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια, βάζω τα δυνατά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακομβῶ «ξεκουμπώνομαι, γδύνομαι» (πρβλ. αρχ. ἀνακομβοῦμαι*) < …   Dictionary of Greek

  • αναρτώμαι — ἀναρτῶμαι ( έομαι) (Α) είμαι έτοιμος ή προετοιμασμένος να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρτέομαι «προετοιμάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ανασκουμπώνω — (Μ ἀνασκουμπώνω) Ι. ανασηκώνω τα μανίκια «ανασκούμπωσέ με» II. μέσ. 1. σηκώνω τα μανίκια και απογυμνώνω τα χέρια για να μην εμποδίζομαι στην εργασία μου 2. προετοιμάζομαι, είμαι έτοιμος να ενεργήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανακομβώ < ανα * + κομβώ… …   Dictionary of Greek

  • αντιμελετώ — ἀντιμελετῶ ( άω) (Α) προετοιμάζομαι εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αντιπαρασκευάζω — ἀντιπαρασκευάζω, ομαι (Α) 1. ( ω) προετοιμάζω, εξεγείρω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου 2. ( ομαι) προετοιμάζομαι για ν αντιμετωπίσω τον αντίπαλο (ο οποίος προετοιμάζεται εναντίον μου) …   Dictionary of Greek

  • διακονίομαι — (Α) [κονίομαι] 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. προετοιμάζομαι για αθλητικό αγώνα ή για τη μάχη …   Dictionary of Greek

  • εξορθώνω — (AM ἐξορθῶ, όω Μ και ἐξορθώνω) [έξορθος] 1. στήνω πάλι, επαναφέρω στην αρχική θέση μσν. νεοελλ. 1. πετυχαίνω, κατορθώνω 2. προετοιμάζομαι νεοελλ. 1. ετοιμάζω 2. διαλέγω 3. αναστατώνω, ξεσηκώνω μσν. 1. κατασκευάζω 2. κανονίζω, ορίζω 3.… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”